- αναψυκτικός
- -ή, -ό (Α ἀναψυκτικός, -ή, -όν)αυτός που αναψύχει, δροσιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαψυκτικός — διαψυκτικός, ή, όν (Α) δροσιστικός, αναψυκτικός … Dictionary of Greek
δροσιστικός — ή και ιά, ό αυτός που δροσίζει, ο αναψυκτικός («δροσιστικά ποτά») … Dictionary of Greek
εμψυκτικός — ἐμψυκτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για ανάψυξη, αναψυκτικός, δροσερός, δροσιστικός … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek